- τριαδικοῦ
- τριαδικόςof threemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερατιτίδες — (ceratitidae). Οικογένεια των αμμωνιτών της ομοταξίας των κεφαλοπόδων, του φύλου των μαλακίων, που εξελίχθηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια του τριαδικού. Οι εκπρόσωποί τους είχαν εξωτερικό κέλυφος, με γραμμή ραφών κερατιτικού τύπου, ακέραιο σάγμα και … Dictionary of Greek
σαυροπτερύγια — τα, Ν (παλαιοντ.) τάξη απολιθωμένων ερπετών, πολύ καλά προσαρμοσμένων στην υδρόβια ζωή, η οποία περιλαμβάνει τα νοθοσαύρια τού τριαδικού, τα πλησιοσαύρια τού τριαδικού και τού ανώτερου κρητιδικού και τα πλακοδόντια τού μέσου τριαδικού. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… … Dictionary of Greek
Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν … Dictionary of Greek
Βόσγια όρη — (Vosges). Ορεινός όγκος, μήκους περίπου 250 χλμ., της βορειοανατολικής Γαλλίας, με κατεύθυνση ΝΔ ΒΑ, από τη δίοδο Μπελφόρ στον αυχένα του Σαβέρν, μεταξύ του λορενίου τριαδικού υψιπέδου στα Δ και της αλσατικής πεδιάδας στα Α. Τη σημερινή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
TRIADICA — Τριαδικὰ, item Γ῞μνοι τριαδικοὶ, Graecis dicuntur hymni, in quorum singulis odis cuiusque Canonis duo postremi versus semper finiuntur, cum laude SS. Triadis, unde nomen, ac B. Virginis: et quidem penultimus notatur literâ T. appellaturque… … Hofmann J. Lexicon universale
Πάρνηθα — I Oρεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχαρνών και βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο βουνό, B του δήμου. II Όρος της Αττικής, το υψηλότερο και ογκωδέστερο, στα όρια με τη… … Dictionary of Greek
Στόρμπεργκ — Ν φρ. «σειρά Στόρμπεργκ» γεωλ. υποδιαίρεση πετρωμάτων τού ανώτερου τριαδικού που ανήκουν στο σύστημα καρού τής Αφρικής, τής οποίας τα πετρώματα χωρίζονται σε τέσσερεις κύριες υποδιαιρέσεις … Dictionary of Greek
δοξολογία — Τύπος χριστιανικής προσευχής με τον οποίο δοξάζεται o Θεός με λόγους ή με ύμνους. Ο τύπος αυτός προσευχής είναι αρχαιότατος· με αυτόν οι χριστιανοί μιμήθηκαν την ιουδαϊκή συνήθεια να επισφραγίζουν κάθε λειτουργική ευχή με δ. του τριαδικού Θεού.… … Dictionary of Greek